- ἐρειποτόπιον
- ἐρειποτόπιονheap of ruinsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερειποτόπιον — ἐρειποτόπιον, τὸ (AM) τόπος γεμάτος από ερείπια, γεμάτος χαλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω + τόπιον, αντί *ερειπιοτόπιον] … Dictionary of Greek